- κλέμμυς
- ο (Α κλεμμύς, -ύος, ἡ)νεοελλ.ζωολ. γένος μικρών χερσόβιων ημιϋδρόβιων χελωνών τής οικογένειας emydidaeαρχ.χελώνα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το αρχ. ινδ. kūrma- «χελώνα» απλή εικασία. Η λ. αντιστοιχεί σε έναν αμάρτυρο τ. *κλωμός, που, από συμφυρμό με το ἐμύς «ποτάμια χελώνα», υποτίθεται ότι έδωσε το κλεμμύς, τού οποίου το διπλό -μμ- αποδίδεται σε επίδραση τού κλέμμα (επειδή η χελώνα κρύβεται στο καβούκι της). Δεν αποκλείεται, πάντως, και η μη ΙΕ προέλευση τής λ.].
Dictionary of Greek. 2013.